κατισχύω
1κατισχύω — κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres subj act 1st sg κατισχύ̱ω , κατισχύω overpower pres ind act 1st sg …
2κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… …
3κατισχύω — κατίσχυσα, επικρατώ, υπερνικώ: Κατίσχυσε του αντιπάλου του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κατισχῦον — κατισχύω overpower pres part act masc voc sg κατισχύω overpower pres part act neut nom/voc/acc sg …
5κατισχῦσαι — κατισχύω overpower aor inf act …
6κατισχῦσαν — κατισχύω overpower aor part act neut nom/voc/acc sg …
7κατισχύετε — κατῑσχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres imperat act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower pres ind act 2nd pl κατισχύ̱ετε , κατισχύω overpower imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8κατισχύσω — κατῑσχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor subj act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower fut ind act 1st sg κατισχύ̱σω , κατισχύω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
9κατίσχυον — κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl κατί̱σχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατίσχῡον , κατισχύω overpower imperf ind act 1st sg (homeric… …
10κατισχύηι — κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres ind mp 2nd sg κατισχύ̱ῃ , κατισχύω overpower pres subj act 3rd sg …