κατηφιόων

  • 1κατηφιόων — κατηφιάω pres part act masc voc sg (epic) κατηφιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) κατηφιάω pres part act masc nom sg (epic) κατηφιάω imperf ind act 3rd pl (epic) κατηφιάω imperf ind act 1st sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κατηφιώ — (Α κατηφιῶ, άω, επικ. μτχ. κατηφιόων)* (δ. γρφ. τού κατηφώ) είμαι κατηφής, είμαι σκυθρωπός, σκυθρωπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηφῶ, κατά τα ρ. σε ιάω, ιῶ, δηλωτικά ασθένειας, πρβλ. ιλλιγ ιώ, λαρυγγ ιώ] …

    Dictionary of Greek