κατημύω

  • 1κατημύω — (Α) 1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»] …

    Dictionary of Greek