κατηγορώ
1κατηγορώ — κατηγορώ, κατηγόρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: κατηγορώ : στον απλό προφορικό και λογοτεχνικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …
2κατηγορώ — και κατηγοράω κατηγόρησα, κατηγορήθηκα, κατηγορημένος 1. διατυπώνω κατηγορία εναντίον κάποιου: Τον κατηγόρησαν ότι ήταν προδότης. 2. καταγγέλλω κάποιον για αξιόποινη πράξη: Τον κατηγόρησανγια φόνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κατηγορώ — και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, έω) [κατήγορος] 1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν… …
4κατηγορῶ — κατηγορέω speak against pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres ind act 1st sg (attic epic …
5κατηγόρῳ — κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg …
6Οὐ κάτοισθ’, ὅθ’ οὕνεκα ξυνηγορεῖς σιγῶσα τῷ κατηγόρῳ;… — См. Молчание знак согласия …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7αυτοκατηγορούμαι — κατηγορώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου …
8μέμφομαι — κατηγορώ, ψέγω, κατακρίνω: Τον μέμφεται για την ανευθυνότητά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9κατηγόρωι — κατηγόρῳ , κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg …
10επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …