κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον

  • 1κατεύχομαι — (Α) 1. εύχομαι θερμά, κάνω ευχή ή προσευχή, προσεύχομαι (α. «τοῑθσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι», Ηρόδ. β. «ἐλθεῑν δ Ὀρέστην δεῡρο σὺν τύχη τινί κατεύχομαί σοι», Αισχύλ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω («καί μ ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα... κατεύξατο... τὰν… …

    Dictionary of Greek