κατευτελίζω
1κατευτελίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευτελίζω) κάνω κάτι τελείως ευτελές, εξευτελίζω («τὰς Μιλτιάδου πράξεις ὑπὸ πόδας τιθεμένου και κατευτελίζοντος», Πλούτ.) μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηυ(ευ)τελισμένος, η, ον καταφρονημένος, περιφρονημένος …
2κατευτελίζετε — κατευτελίζω pres imperat act 2nd pl κατευτελίζω pres ind act 2nd pl κατευτελίζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
3κατευτελίσει — κατευτελίζω aor subj act 3rd sg (epic) κατευτελίζω fut ind mid 2nd sg κατευτελίζω fut ind act 3rd sg …
4κατευτελίσῃ — κατευτελίζω aor subj mid 2nd sg κατευτελίζω aor subj act 3rd sg κατευτελίζω fut ind mid 2nd sg …
5κατευτελιζόντων — κατευτελίζω pres part act masc/neut gen pl κατευτελίζω pres imperat act 3rd pl …
6κατευτελίζει — κατευτελίζω pres ind mp 2nd sg κατευτελίζω pres ind act 3rd sg …
7κατευτελίζον — κατευτελίζω pres part act masc voc sg κατευτελίζω pres part act neut nom/voc/acc sg …
8κατευτελίζουσιν — κατευτελίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατευτελίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9κατευτέλιζον — κατευτελίζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατευτελίζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
10κατευτελιζόμενοι — κατευτελίζω pres part mp masc nom/voc pl …
- 1
- 2