κατεργάζομαι
1κατεργάζομαι — κατεργάζομαι, κατεργάστηκα, κατεργασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: κατεργάζομαι : μόνο με μεταβατική αξία (κατεργάζομαι κάτι). Επομένως η ισοδυναμία στους περιφραστικούς χρόνους είναι έχω κατεργαστεί (κάτι) / (το) έχω κατεργασμένο …
2κατεργάζομαι — effect by labour pres ind mp 1st sg κατεργάζομαι effect by labour pres ind mp 1st sg (attic) …
3κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …
4κατεργάζομαι — κατεργάστηκα, κατεργασμένος, εργάζομαι με κόπο και προσοχή πάνω σε υλικό για να κατασκευάσω κάτι απ αυτό, το επεξεργάζομαι: Κατεργάζομαι μέταλλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κατεργάζεσθε — κατεργάζομαι effect by labour pres imperat mp 2nd pl κατεργάζομαι effect by labour pres ind mp 2nd pl κατεργάζομαι effect by labour pres imperat mp 2nd pl (attic) κατεργάζομαι effect by labour pres ind mp 2nd pl (attic) κατεργάζομαι effect by… …
6κατεργαζομένων — κατεργάζομαι effect by labour pres part mp fem gen pl κατεργάζομαι effect by labour pres part mp masc/neut gen pl κατεργάζομαι effect by labour pres part mp fem gen pl (attic) κατεργάζομαι effect by labour pres part mp masc/neut gen pl (attic) …
7κατεργαζόμεθα — κατεργάζομαι effect by labour pres ind mp 1st pl κατεργάζομαι effect by labour pres ind mp 1st pl (attic) κατεργάζομαι effect by labour imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) κατεργάζομαι effect by labour imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
8κατεργαζόμενον — κατεργάζομαι effect by labour pres part mp masc acc sg κατεργάζομαι effect by labour pres part mp neut nom/voc/acc sg κατεργάζομαι effect by labour pres part mp masc acc sg (attic) κατεργάζομαι effect by labour pres part mp neut nom/voc/acc sg… …
9κατεργασαμένων — κατεργάζομαι effect by labour aor part mp fem gen pl κατεργάζομαι effect by labour aor part mp masc/neut gen pl κατεργάζομαι effect by labour aor part mp fem gen pl (attic) κατεργάζομαι effect by labour aor part mp masc/neut gen pl (attic) …
10κατεργασθησομένων — κατεργάζομαι effect by labour fut part mp fem gen pl κατεργάζομαι effect by labour fut part mp masc/neut gen pl κατεργάζομαι effect by labour fut part mp fem gen pl (attic) κατεργάζομαι effect by labour fut part mp masc/neut gen pl (attic) …