κατεργασίας

  • 91σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… …

    Dictionary of Greek

  • 92σιδηροβιομηχανία — η, Ν 1. βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου και κατασκευής σιδηρών προϊόντων 2. μαζική παραγωγή παρόμοιων προϊόντων 3. βιομηχανική μονάδα, εργοστάσιο στο οποίο γίνεται αυτή η διεργασία 4. η παραγωγή ακατέργαστου σιδήρου από σιδηρούχα μεταλλεύματα, η… …

    Dictionary of Greek

  • 93σιδηροτεχνία — η, Ν η τέχνη τής κατεργασίας τού σιδήρου και τού χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] …

    Dictionary of Greek

  • 94σιδηρουργείο — το / σιδηρουργεῑον, ΝΑ [σιδηρουργός] νεοελλ. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικο αρχ. μεταλλείο σιδήρου ή τόπος καθαρισμού τού σιδηρούχου μεταλλεύματος …

    Dictionary of Greek

  • 95σιδηρουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιδηρουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η σιδηρουργική η σιδηρουργία 3. φρ. «σιδηρουργική βιομηχανία» τεχνολ. η βιομηχανία παραγωγής και κατεργασίας τού σιδήρου, τού χάλυβα και τού χυτοσιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 96σκωρία — η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α [σκῶρ] προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση τού υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριά νεοελλ. 1. υποπροϊόν τής μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή τής διαδικασίας εξαγωγής… …

    Dictionary of Greek

  • 97σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών …

    Dictionary of Greek

  • 98σπογγαλιεία — η, Ν η αλιεία τών σπόγγων, η απόσπασή τους από τον βυθό, η συγκέντρωση και η πρώτη φάση κατεργασίας τους μέσα στα σπογγαλιευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπογγαλιεύς. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Μηλιαράκη] …

    Dictionary of Greek

  • 99τρίπλεξ — το, Ν άκλ. (μεταλλ.) μέθοδος κατεργασίας τού χάλυβα, κατά την οποία δημιουργούνται τρία στρώματα: το εσωτερικό, που αποτελείται από μαλακό χάλυβα και διατηρεί την ελαστικότητα τού τεμαχίου, και τα δύο εξωτερικά στρώματα, που σχηματίζονται στις… …

    Dictionary of Greek

  • 100τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …

    Dictionary of Greek