κατεργασίας

  • 81παστερίωση — Μέθοδος εξουδετέρωσης με χρήση θερμότητας των φυσικών ενζύμων ή παθογόνων σπερμάτων που βρίσκονται σε οργανικά υγρά. Ο Παστέρ υπήρξε ο πρώτος που επινόησε τη μέθοδο αυτή για την αποστείρωση των υγρών. Η π. εφαρμόζεται ειδικά για να συντηρηθεί το… …

    Dictionary of Greek

  • 82περίκαμψη — η / περίκαμψις, άμψεως, ΝΑ [περικάμπτω] 1. λύγισμα ολόγυρα, κύρτωση 2. παράκαμψη 3. μτφ. πρόφαση, υπεκφυγή νεοελλ. τρόπος κατεργασίας μεταλλικού ελάσματος με τον οποίο δίνεται σε αυτό καμπυλωτό σχήμα με σφυρηλασία ή με πίεση …

    Dictionary of Greek

  • 83πισσουργείο — το / πισσουργεῑον και αττ. τ. πιττουργεῑον, ΝΑ [πισσουργός] τόπος παραγωγής και κατεργασίας τής πίσσας, εργαστήριο όπου γίνεται η παραγωγή και η κατεργασία τής πίσσας («ἔχει δὲ καὶ πιττουργεῑα θαυμαστά», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 84πορφυρείο — το / πορφορεῑον, ΝΜΑ [πορφύρα] εργαστήριο κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων …

    Dictionary of Greek

  • 85πορφυρευτικός — ή, όν, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός] …

    Dictionary of Greek

  • 86πορφυρικός — ή, όν, ΝΑ [πορφύρα] το θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυρική το μονοπώλιο τής κατεργασίας τής πορφύρας, τής βαφής πορφυρών υφασμάτων («ἡ κατὰ Λυκίαν πορφυρική», Πάπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 87προετοιμασία — η, ΝΜΑ [προετοιμάζω] ετοιμασία εκ τών προτέρων, προπαρασκευαστικές ενέργειες, προπαρασκευή (α. «οι προετοιμασίες για τον εορτασμό» β. «η προετοιμασία τού συνεδρίου γ. «η προετοιμασία για τη Θεία Μετάληψη» νεοελλ. 1. μουσ. η απάλυνση τής εντύπωσης …

    Dictionary of Greek

  • 88πρόσθετος — η, ο / πρόσθετος, ον, ΝΜΑ, και προσθετός, ή, ό, Ν [προστίθημι] 1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ. γ. «πρόσθετοι πτέρυγες»,… …

    Dictionary of Greek

  • 89ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 90σιδεράδικο — το, Ν 1. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδηρουργείο 2. κατάστημα πώλησης σιδερικών, σιδηροπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδεράς + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] …

    Dictionary of Greek