κατεργασίας

  • 61μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …

    Dictionary of Greek

  • 62μεταλλοτεχνία — η η τέχνη τής κατεργασίας τών μετάλλων και κραμάτων και τής διαμόρφωσης αντικειμένων, χρηστικού ή διακοσμητικού χαρακτήρα, από μέταλλο …

    Dictionary of Greek

  • 63μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …

    Dictionary of Greek

  • 64μεταξουργία — η 1. η τέχνη ή η βιομηχανία κατεργασίας τού μεταξιού, μεταξοβιομηχανία 2. (ειδικά) η τέχνη τής κλώσης τού μεταξιού σε νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Καπετανάκη …

    Dictionary of Greek

  • 65μεταξουργείο — το 1. εργοστάσιο κατεργασίας ή κλώσης μεταξιού 2. ως κύριο όν. το Μεταξουργείο συνοικία τής Αθήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] …

    Dictionary of Greek

  • 66μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 67μικροκρυσταλλικός — ή, ό 1. γεωλ. χαρακτηρισμός πετρώματος τού οποίου ο ιστός έχει σχηματιστεί από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων, ορατών μόνον με το μικροσκόπιο 2. (χημ. ορυκτολ.) χαρακτηρισμός στερεών σωμάτων, κυρίως μετάλλων και κραμάτων, η δομή τών οποίων… …

    Dictionary of Greek

  • 68μολυβδουργία — η η τέχνη τής κατεργασίας τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβδουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …

    Dictionary of Greek

  • 69μολυβδουργείο — το [μολυβδουργός] εργαστήριο κατεργασίας μολύβδου …

    Dictionary of Greek

  • 70μολυβδοχοΐα — η (Α μολυβδοχοΐα) [μολυβδοχόος] η τέχνη τής χύτευσης και κατεργασίας τού μολύβδου …

    Dictionary of Greek