κατεργασίας

  • 31δέψη — Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη,… …

    Dictionary of Greek

  • 32δεψείον — δεψεῑον, το (Μ) [δέψω] εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων, βυρσοδεψείο …

    Dictionary of Greek

  • 33εβενουργική — και εβενουργία, η η τέχνη τής κατεργασίας τού εβένου …

    Dictionary of Greek

  • 34εδαφολογία — Κλάδος των φυσιογνωστικών επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη του εδάφους, όσον αφορά ιδιαίτερα τον τομέα της γεωργίας. Ερευνά επιστημονικά, δηλαδή, τους διάφορους παράγοντες του στρώματος του εδάφους πάνω στο οποίο εξελίσσεται η φυτική ζωή.… …

    Dictionary of Greek

  • 35ελαιοδεψία — η τρόπος κατεργασίας τών δερμάτων με λάδι ή λίπος …

    Dictionary of Greek

  • 36ελεφαντουργική — η (AM ἐλεφαντουργική) η τέχνη τής κατεργασίας τού ελεφαντόδοντου …

    Dictionary of Greek

  • 37εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… …

    Dictionary of Greek

  • 38εριουργία — η (AM ἐριουργία) [εριουργός] νεοελλ. βιομηχανία κατεργασίας τού ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων αρχ. η κατεργασία τού ερίου …

    Dictionary of Greek

  • 39εριουργείο — το (Α ἐριουργεῑον) [εριουργός] νεοελλ. εργοστάσιο κατασκευής μάλλινων υφασμάτων αρχ. κατάστημα, εργαστήριο κατεργασίας μαλλιών …

    Dictionary of Greek

  • 40ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …

    Dictionary of Greek