κατεργασίας

  • 111χαλυβουργείο — το, Ν εργοστάσιο παραγωγής ή κατεργασίας χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ουργείο (< ουργός < έργο*), πρβλ. μηχαν ουργείο. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …

    Dictionary of Greek

  • 112χείμη — ἡ, Μ η τέχνη τής κατεργασίας τών μετάλλων …

    Dictionary of Greek

  • 113χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …

    Dictionary of Greek

  • 114χρυσοχοώ — έω, Α [χρυσοχόος] 1. είμαι χρυσοχόος, ασκώ την τέχνη τής κατεργασίας τού χρυσού 2. λειώνω χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλω χρυσό 3. παροιμ. φρ. «τὸ χρυσοχοεῑν» λεγόταν για κάποιον που αποτύγχανε σε μια επιχείρηση την οποία θεωρούσε πολύ επικερδή,… …

    Dictionary of Greek

  • 115Αλμέρια — (Almeria). Πόλη (168.945 κάτ. το 2001) της Ισπανίας στην Ανδαλουσία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (8.775 τ. χλμ., 533.168 κάτ. το 2001). Είναι σημαντικό λιμάνι εξαγωγής σταφυλιών και πορτοκαλιών και έχει αξιόλογη βιομηχανία δερμάτων, επίπλων… …

    Dictionary of Greek

  • 116Αλόστ — (γαλλ. Alost, φλαμ. Aalst). Πόλη (76.382 κάτ.) στο Βέλγιο, στην ομώνυμη επαρχία του νομού Ανατολικής Φλάνδρας, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ντέντερ. Η Α. υπήρξε παλιά πρωτεύουσα της Φλάνδρας. Το 1667 η πόλη κυριεύτηκε από τον Γάλλο στρατάρχη… …

    Dictionary of Greek

  • 117αμμορριπή — Εκτόξευση με μεγάλη ταχύτητα άμμου ή μεταλλικών ρινισμάτων για τη λείανση, τον καθαρισμό ή την απόξεση μεταλλικών και άλλων επιφανειών. H α. χρησιμοποιείται ως προετοιμασία των επιφανειών για τις μετέπειτα κατεργασίες (συγκόλληση, βαφή κλπ.) ή… …

    Dictionary of Greek

  • 118Άμστερνταμ — (Amsterdam).Πόλη (735.668 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, χτισμένη στη συμβολή του ποταμού Άμστελ (Άμστερνταμ σημαίνει στα φλαμανδικά, φράγμα του Άμστελ) με τον Οζ, (σε μια κόλπωση στο ΒΔ άκρο της λίμνης… …

    Dictionary of Greek

  • 119Ανεσί — (Annecy). Πόλη (50.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού της Άνω Σαβοΐας, 542 χλμ. ΝΑ του Παρισιού. Η Α. βρίσκεται κοντά στους πρόποδες της οροσειράς Σεμνόζ, στο βορειοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Είναι παλαιά… …

    Dictionary of Greek

  • 120Βαγιαδολίδ — (Valladolid). Πόλη (319.129 κάτ. το 2000) της βόρειας Ισπανίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Καστίλης και Λεόν. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του Πισουέργκα, στη συμβολή του με τον Εσγκέβα, στο σημείο όπου συναντιούνται οι αυτοκινητόδρομοι και… …

    Dictionary of Greek