κατεργασίας

  • 101τσιμεντοκάμινο — το, και τσιμεντοκάμινος, η, Ν τεχνολ. ειδική εγκατάσταση σωληνοειδούς μορφής, μήκους έως και 200 μέτρα και διαμέτρου έως 7 μέτρα, μέσα στην οποία υφίσταται φρύξη το τσιμέντο κατά την τρίτη φάση τής κατεργασίας του …

    Dictionary of Greek

  • 102υαλοτεχνία — η, Ν [υαλοτέχνης] η τέχνη τής κατεργασίας τής υάλου και, ειδικότερα, η τέχνη τής κατασκευής γυάλινων και κρυστάλλινων αντικειμένων …

    Dictionary of Greek

  • 103υδρογονωτικός — ή, ό, Ν [υδρογόνωση] 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογόνωση 2. φρ. α) «υδρογονωτική διύλιση» ή «υδρογονωτική κατεργασία» (χημ. τεχνολ.) το σύνολο τών διεργασιών καθαρισμού με επίδραση υδρογόνου, οι οποίες εφαρμόζονται κατά τα… …

    Dictionary of Greek

  • 104υδροπυρόλυση — η, Ν τεχνολ. διεργασία πυρόλυσης σε ατμόσφαιρα υδρογόνου, η οποία επιτρέπει γενικά, στα πλαίσια τής κατεργασίας τών πετρελαίων, τη μετατροπή ενός κλάσματος τής εν κενώ αποστάξεως σε ελαφρότερα προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ …

    Dictionary of Greek

  • 105υπερευτηκτοειδής — ές, Ν (χημ. μεταλργ·) 1. χαρακτηρισμός ενός κράματος στο οποίο η περιεκτικότητα ενός από τα συστατικά του είναι μεγαλύτερη τής ευτηκτοειδούς αναλογίας 2. φρ. «υπερευτηκτοειδής χάλυβας» (μεταλργ.) χάλυβας με περιεκτικότητα 0,9% 1,3% σε άνθρακα, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 106φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… …

    Dictionary of Greek

  • 107φρεζοκοπή — και παλ. τ. φραιζοκοπή, η, Ν τεχνολ. κατεργασία με φρέζα, εκγλύφανση, μία από τις βασικές μεθόδους μηχανουργικής κατεργασίας, αλλ. φρεζάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέζα + κοπή] …

    Dictionary of Greek

  • 108χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …

    Dictionary of Greek

  • 109χαλκείο — Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων. * * * το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς] εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία… …

    Dictionary of Greek

  • 110χαλκοπλαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής κατεργασίας τού χαλκού 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοπλαστική η κατεργασία τού χαλκού και, ιδίως, η γλυπτική σε χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκοπλάστης. Το θηλ. χαλκοπλαστική μαρτυρείται από το 1865… …

    Dictionary of Greek