κατεργασίας

  • 11Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 12Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 13λεβαλλοΐσια — Πολιτιστική βαθμίδα της μέσης παλαιολιθικής εποχής. Ήταν ανάλογη προς τη μουστέριο περίοδο και πήρε την ονομασία της από την τοποθεσία Λεβαλουά Περέ, στα περίχωρα του Παρισιού. Εκεί βρέθηκαν πέτρες με χαρακτηριστική κατεργασία, αντίστοιχη με το… …

    Dictionary of Greek

  • 14νεφρίτης της Κίνας — Παραλλαγή του ορυκτού ιαδείτη, που είναι πυριτικό άλας του νατρίου και του αργιλίου. Βρίσκεται σε μορφή κροκαλών (αποστρογγυλωμένα χαλίκια), μαζί με μεταμορφωμένα πετρώματα. Ο ν. της Κ. είναι ινώδης και, χάρη στις ωραίες του αποχρώσεις και στην… …

    Dictionary of Greek

  • 15μεταξουργία — η 1. η τέχνη της κατεργασίας του μεταξιού: Η μεταξουργία είναι παλιά τέχνη. 2. η βιομηχανία κατεργασίας του μεταξιού …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 16Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 17άκρον — (Akron). Πόλη (217.000 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ στο βορειοανατολικό τμήμα της πολιτείας Οχάιο, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Την ονομασία της οφείλει στην ομώνυμη ελληνική λέξη, γιατί βρίσκεται πάνω σε ένα ύψωμα. Είναι το σπουδαιότερο κέντρο της… …

    Dictionary of Greek

  • 18άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …

    Dictionary of Greek

  • 19ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …

    Dictionary of Greek

  • 20αδαμαντουργία — η [αδαμαντουργός] η τέχνη τής κατεργασίας διαμαντιών …

    Dictionary of Greek