κατενήνοθεν
1κατενήνοθεν — (Α) (επικ. τ., γ εν. και πληθ. πρόσωπο παρακμ.) εκάλυπτε ή εκάλυπταν («πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ώμους», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ενήνοθεν (παρακμ. τού άχρ. ρ. ἐνέθω «καλύπτω», που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. επ ενήνοθεν, παρ… …
2κατενήνοθεν — κατά ἐνήνοθε perf ind act 3rd sg κατά ἐνήνοθε plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …