κατα-φῠτεύω
1μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… …
2μεταμοσχεύω — (Α μεταμοσχεύω) εγκεντρίζω, μπολιάζω με τη μέθοδο τής μεταμόσχευσης νεοελλ. εκτελώ μεταμόσχευση οργάνου ή εμβρύου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μοσχεύω «αποσπώ μόσχους και τους φυτεύω»] …
3ξυλαμώ — ξυλαμῶ, άω (Α) (σχετικά με πράσινους βλαστούς και χόρτα) φυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ανάλυση τού ρ. σε ξύλον + ἄμη «σκαπτικό εργαλείο, τσάπα» ή σε ξύλον + ἀμῶ (Ι) «θερίζω» δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη. Εξίσου σημασιολογικά… …
4πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …
5φυταλίζω — Α [φυταλιά] (κατά τον Ησύχ.) «φυτεύω» …
6φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… …