κατα-τρίβω

  • 41φαρκίς — ῑδος, ἡ, Α ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα *bher «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση k και επίθημα ίς, ῖδος (πρβλ. κηλ ίς, σφραγ ίς) και συνδέεται με το λιθουαν.… …

    Dictionary of Greek

  • 42φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 43χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… …

    Dictionary of Greek

  • 44ψήν — ηνός, ο, ΝΑ (λόγιος τ.) έντομο που αναπτύσσεται μέσα στον καρπό τής αγριοσυκιάς ή στο άνθος τού αρσενικού φοίνικα και με τη βοήθεια τού οποίου γίνεται η γονιμοποίηση τού καρπού τής ήμερης συκιάς ή τού φοίνικα νεοελλ. είδος σκνίπας αρχ. ο καρπός… …

    Dictionary of Greek

  • 45ψήττα — η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι αρχ. (με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ …

    Dictionary of Greek

  • 46ψαφοτριβέων — Α (κατά τον Ησύχ.) «περὶ τοὺς λόγους τριβομένων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος* + τρίβω] …

    Dictionary of Greek

  • 47ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… …

    Dictionary of Greek

  • 48ψώχος — ή ψωχός Α (κατά τον Ησύχ.) (με ή χωρίς τη λ. γῆ) αμμώδης γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ρ. ψήω* / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα χος] …

    Dictionary of Greek

  • 49όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… …

    Dictionary of Greek

  • 50ρέβω — (ρέβω), έρεψα → δες έρεψα Σημειώσεις: (ρέβω) : σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό του Ανδριώτη, προέρχεται από το έρρεψα < έρρευσα, αόρ. του αρχαίου ρ. ρέω, κατά το σχήμα έτριψα < τρίβω. Στη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941, 347)… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής