κατα-τρίβω
31μεσοτριβής — μεσοτριβής, ές (Α) (για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής, ωμο τριβής] …
32μεσοτριβακόν — μεσοτριβακόν, τὸ (Α) ενδυμασία που έχει τριφτεί κατά το ήμισυ, μισοτριμμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τριβακόν, ουδ. τού επιθ. τριβακός«τριμμένος, παλιός» (< τρίβω)] …
33μισότριβος — η, ο 1. τριμμένος κατά το ήμισυ, εν μέρει, σχεδόν φθαρμένος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μισότριβος, η μισότριβη α) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας, μεσόκοπος β) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας που ρέπει σε έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * +… …
34μυσσ<ωτ>ότριβον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός (μυσσωτός*) + τρίβω] …
35ρέβω — και ρεύω Ν 1. γίνομαι ερείπιο, καταρρέω («έρεψε το σπίτι») 2. μτφ. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι («έχει ρέψει από την πολλή δουλειά») 3. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ κάποιον («τον έχει ρέψει η φτώχεια») 4. φρ. «το έρεψε στο ξύλο» το έδειρε μέχρι… …
36σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …
37στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… …
38τρίβανον — τὸ, ή τρίβανος, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «τρίβανον λήκυθον» 2. κοτύλη («ὁ ξέστης κοτύλας β , αἳ καὶ τρίβανα ἢ τρύβλια λέγονται», Γαλ.) 3. γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω* + επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον)] …
39τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 …
40τρίβων — ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότ.) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, ιδίως ο Σωκράτης και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, συνήθως ως ένδειξη αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ… …