κατα-σκευ-όω

  • 1ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …

    Dictionary of Greek

  • 2σκεύακας — Α (κατά τον Ησύχ.) «εὐωνύμους». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. σκαιός και έχει σχηματιστεί πιθ. από θ. σκευ < σκεF αντί σκαιF ] …

    Dictionary of Greek