κατα-πλώω

  • 1πλώσσειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθείρεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αν δεν είναι παρεφθαρμένος συνδέεται πιθ. με το ρ. πλώω] …

    Dictionary of Greek

  • 2ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …

    Dictionary of Greek