κατα-πληγής

  • 11κτύπημα — και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ …

    Dictionary of Greek

  • 12μπαντάρισμα — το επίδεση τραύματος ή πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαντάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. μαντάρω: μαντάρισμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 13προαγκτηριάζω — Α δένω από πριν με αγκτήρα, δένω πριν από την εγχείρηση με ένα είδος χειρουργικής λαβίδας με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγκτηριάζω «συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα»] …

    Dictionary of Greek

  • 14στροίβηλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού επιθ. στρεβλός* με δυσερμήνευτο οι (βλ. και λ. στροιβός)] …

    Dictionary of Greek

  • 15στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… …

    Dictionary of Greek

  • 16σχίσιμο — και σκίσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σχίζω, διαίρεση ενός τμήματος κατά μήκος, τομή 2. πρόκληση τραύματος ή πληγής 3. το τμήμα που έχει σχιστεί (α. «βάλε λίγο οινόπνευμα πάνω στο σχίσιμο» β. «βάλε κάτι από πάνω για να μην… …

    Dictionary of Greek

  • 17σχηματισμός — ο, ΝΜΑ [σχηματίζω] 1. το να σχηματίζεται κάτι, να προσλαμβάνει σχήμα, να παίρνει ορισμένη μορφή, μορφοποίηση 2. στρ. η με ορισμένο τρόπο διάταξη τών ανδρών ενός τμήματος ή διαφόρων τμημάτων νεοελλ. 1. διαμόρφωση («σχηματισμός ιδέας») 2. οργάνωση …

    Dictionary of Greek

  • 18Χοϊδάς — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς. 1. Γεώργιος (1772 – 1848). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και αργότερα γεωπονία στη Βονωνία. Γύρισε στην Κεφαλονιά και στη διάρκεια του 1821 ενίσχυσε οικονομικά τα αποσπάσματα των συμπατριωτών του που πήραν μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 19χτύπημα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυπώ, το βάρεμα, το δάρσιμο: Έφαγε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. 2. το μέρος που χτυπήθηκε και το σημάδι της πληγής: Έχει ένα μεγάλο χτύπημα στο πόδι. 3. κρότος, χτύπος: Δεν άκουσα το χτύπημα του… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)