κατα-πιπράσκω
1πλουτοπράτης — ὁ, Μ αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης, οινο πράτης] …
1πλουτοπράτης — ὁ, Μ αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης, οινο πράτης] …