κατα-παίζω

  • 31τσαμπουνώ — Ν 1. παίζω την τσαμπούνα 2. μτφ. α) κλαψουρίζω β) μωρολογώ, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τσαμπουνίζω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 32υποκρέκω — ΜΑ μτφ. εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαι αρχ. 1. (μτβ.) (σχετικά με μουσικό όργανο) κρούω ήρεμα τη χορδή 2. (αμτβ.) (για έγχορδο όργανο) βγάζω χαμηλό ήχο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκρέκειν ἐπὶ τῶν ἵππων πορεία τις, τρόπος, βῆμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + …

    Dictionary of Greek

  • 33χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …

    Dictionary of Greek

  • 34χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …

    Dictionary of Greek