κατα-παίζω
21κολλαβίζω — (Α) [κόλλαβος] παίζω παιχνίδι κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες κρατά με το χέρι κλειστά τα μάτια άλλου συμπαίκτη και, ενώ κάποιος άλλος τόν χτυπά, αυτός προσπαθεί να μαντέψει ποιός τόν χτύπησε …
22μελεάζω — (ΑM) [μέλος] μσν. (για το αηδόνι) κελαηδώ, τρυλλίζω αρχ. παίζω τη φωνή μου κατά την ομιλία ή την ανάγνωση, τραγουδώ, μελωδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελε (τού μέλος) + κατάλ. άζω] …
23μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …
24παιπαλώσσω — (ΑΜ) [παιπάλη] (κατά τον Θεόγνωστ.) «τὸ παίζω καὶ τὸ παροινῶ» …
25παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …
26προαθύροντες — Α (κατά τον Ησύχ.) «προσπαίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει πιθ. να αναγνωστεί προσ αθύροντες (< πρός + ἀθύρω «παίζω»)] …
27προανακρούω — ΝΑ [ἀνακρούω] μέσ. προανακρούομαι εκτελώ προανάκρουσμα αρχ. 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από πριν ή πρώτος 2. εισάγω κάτι σαν προανάκρουσμα 3. (για δάσκαλο μουσικής) παίζω μουσικό τεμάχιο ως παράδειγμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναχαιτίζω» …
28πρωτιά — η, Ν [πρώτος] 1. το να έχει κανείς την πρώτη θέση σε μια σειρά, η κατάταξη στην πρώτη θέση 2. υπεροχή 3. το δικαίωμα κάποιου να ενεργεί πρώτος 4. έναρξη, αρχίνισμα 5. φρ. α) «έχω πρωτιά» (για χαρτοπαίκτες) παίρνω πρώτος από όλους τα τραπουλόχαρτα …
29σκαλαθύρω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω 2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»] …
30σπονδαυλώ — και σπενδαυλῶ, έω, Α [σπονδαύλης] παίζω αυλό κατά την επίσημη τελετή τών σπονδών …