κατα-μυκτηρίζω
1μυκτηρίζω — (ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) [μυκτήρ] χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τούς μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τούς δικαιώσει», Παπαντ.) αρχ. 1. πάσχω από… …
2κατεμυκτήρισεν — κατά μυκτηρίζω turn up the nose aor ind act 3rd sg …
3μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …
4μουκτηριά — μουκτηριᾷ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκαρδαμύττει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μυκτηρίζω] …
5ρυγχάζω — Α [ῥύγχος] (κατά τον Ησύχ.) «μυκτηρίζω» …