κατα-μερίζω
1μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …
2μεμερισμένως — (ΑM) επίρρ. χωριστά αρχ. 1. κατά μέρη 2. κατά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμερισμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μερίζω] …
3μερισμός — ο (ΑM μερισμός) [μερίζω] 1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή 2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο 3. κατανομή, καταμερισμός 4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιες νεοελλ. μσν.… …
4ՄԱՍՆ — (սին, սունք, սանց.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. μερίς, μέρος (յորմէ եւ թ. միրաս ). pars partitio (որպէս թէ Մի այս, կամ ʼի միասին.) Բաժին մի ʼի բոլորէ իմեքէ. հատուած. հատոր. կոտոր. պատառ, եւ… …
5μέρισμα — το (Α μέρισμα) [μερίζω] νεοελλ. 1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά 2. μερίδιο 3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το …
6(s)mer- — (s)mer English meaning: to remember; to care for Deutsche Übersetzung: “gedenken, sich erinnern, sorgen” Material: 1. O.Ind. smárati “ reminds sich, gedenkt”, smaraṇa n., smr̥ti “Gedenken, Gedächtnis”, Av. maraiti, hišmaraiti… …