κατα-λαμβάνω

  • 81παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… …

    Dictionary of Greek

  • 82παρασκυλεύω — Α λαμβάνω λεία, λαφυραγωγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκυλεύω «λαφυραγωγώ» (πρβλ. κατα σκυλεύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 83περιαίνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιαίνυτο περιελάμβανεν, περιεῑχεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αἴνυμαι «λαμβάνω, παίρνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 84πιστολήπτης — ο, θηλ. πιστολήπτρια, Ν (οικον.) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παίρνει την πίστωση από τον πιστοδότη και το οποίο έχει την υποχρέωση να επιστρέψει το αντικείμενό της κατά τους συμφωνημένους ή τους ισχύοντες όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη + λήπτης… …

    Dictionary of Greek

  • 85πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …

    Dictionary of Greek

  • 86πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …

    Dictionary of Greek

  • 87προσδιακρίνω — Α 1. διακρίνω επί πλέον 2. κρίνω, αποφασίζω επί πλέον 3. λαμβάνω υπ όψιν κατά τον υπολογισμό …

    Dictionary of Greek

  • 88προσπορίζω — ΝΑ 1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσπορίζομαι προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως αρχ. 1. μαθημ. προσθέτω 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν (κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πορίζω «φέρω,… …

    Dictionary of Greek

  • 89πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 …

    Dictionary of Greek

  • 90σαρκολάβος — ο, ΝΑ χειρουργική λαβίδα η οποία χρησιμεύει για την συγκράτηση τών μαλακών μορίων τού σώματος κατά τις εγχειρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. β τού λαμβάνω), πρβλ. λιθο λάβος] …

    Dictionary of Greek