κατα-λαμβάνω

  • 101υπολαγχάνω — Μ λαμβάνω κατά τη διανομή κάτι κατώτερο από τις προσδοκίες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο ή από τύχη»] …

    Dictionary of Greek

  • 102υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 103υπόλογος — η, ο / ὑπόλογος, ον, ΝΑ αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για κάτι, υπεύθυνος σε κάτι ή για κάτι, υπαίτιος (α. «είναι υπόλογος ενώπιον τού έθνους» β.«μηδέν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 104χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 105χηρωστής — ὁ, Α 1. αυτός που ενεργεί ως επίτροπος χηρών και ορφανών 2. συν. στον πληθ. oἱ χηρωσταί μακρινοί συγγενείς οι οποίοι κληρονομούσαν τον θανόντα λόγω έλλειψης στενότερων συγγενών («χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος …

    Dictionary of Greek

  • 106χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …

    Dictionary of Greek

  • 107ύγγεμος — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Σαλαμινίους) «συλλαβή». [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τ. τού οποίου το α συνθετικό έχει προέλθει από την πρόθεση συν με σίγηση τού αρκτικού σ (βλ. και λ. ὑστάς), ενώ το β συνθετικό ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *gem «πιάνω με τα δυο χέρια,… …

    Dictionary of Greek