κατα-κλάζω

  • 1κατακλάζοντα — κατά κλάζω make a sharp piercing sound pres part act neut nom/voc/acc pl κατά κλάζω make a sharp piercing sound pres part act masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …

    Dictionary of Greek

  • 3κλάσθρον — κλᾷσθρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλείθρον», κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλᾴζω, ένας από τους πολλούς παράλλ. τ. τού κλείω] …

    Dictionary of Greek