καταχωρίζω
1καταχωρίζω — καταχωρίζω, καταχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καταχωρίζω, καταχωρίζομαι : Το ρ. είναι σύνθετο από το κατά + χωρίζω και όχι από το κατά + χωρώ, επομένως είναι λαθεμένοι οι τύποι καταχωρώ, καταχώρησα, καταχωρούμαι κτλ …
2καταχωρίζω — (AM καταχωρίζω) γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ) νεοελλ. δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα μσν. 1.… …
3καταχωρίζω — καταχώρισα, καταχωρίστηκα, καταχωρισμένος, γράφω κάτι στην οικεία θέση βιβλίου, καταλόγου κ.ά.: Του καταχώρισα τις απουσίες του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καταχωρισθέντα — καταχωρίζω place in position aor part pass neut nom/voc/acc pl καταχωρίζω place in position aor part pass masc acc sg καταχωρίζω place in position aor part pass neut nom/voc/acc pl καταχωρίζω place in position aor part pass masc acc sg …
5καταχωρίζει — καταχωρίζω place in position pres ind mp 2nd sg καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd sg καταχωρίζω place in position pres ind mp 2nd sg καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd sg …
6καταχωρίζουσι — καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …
7καταχωρίζουσιν — καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …
8καταχωρίσαι — καταχωρίζω place in position aor inf act καταχωρίσαῑ , καταχωρίζω place in position aor opt act 3rd sg καταχωρίζω place in position aor inf act καταχωρίσαῑ , καταχωρίζω place in position aor opt act 3rd sg …
9κατακεχωρισμένα — καταχωρίζω place in position perf part mp neut nom/voc/acc pl κατακεχωρισμένᾱ , καταχωρίζω place in position perf part mp fem nom/voc/acc dual κατακεχωρισμένᾱ , καταχωρίζω place in position perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10κατακεχωρισμέναι — καταχωρίζω place in position perf part mp fem nom/voc pl κατακεχωρισμένᾱͅ , καταχωρίζω place in position perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …