καταφϑίνοντα
1καταφθίνοντα — καταφθί̱νοντα , καταφθίνω waste away pres part act neut nom/voc/acc pl καταφθί̱νοντα , καταφθίνω waste away pres part act masc acc sg …
2καταφθίνω — (Α) (επιτ. τ. τού φθίνω) φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι («ἀγρίᾳ νόσῳ καταφθίνοντα», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθίνω «καταστρέφομαι»] …