καταφωρᾷ
11καταφωραθέντες — καταφωρᾱθέντες , καταφωράω catch in a theft aor part pass masc nom/voc pl (attic) καταφωρᾱθέντες , καταφωράω catch in a theft aor part pass masc nom/voc pl (doric aeolic) καταφωρᾱθέντες , καταφωράω catch in a theft aor part pass masc nom/voc… …
12καταφωράσαιτο — καταφωρά̱σαιτο , καταφωράω catch in a theft aor opt mid 3rd sg (attic) καταφωρά̱σαιτο , καταφωράω catch in a theft aor opt mid 3rd sg (doric aeolic) καταφωρά̱σαιτο , καταφωράω catch in a theft aor opt mid 3rd sg (attic) καταφωρά̱σαιτο , καταφωράω …
13καταφωράσαντες — καταφωρά̱σαντες , καταφωράω catch in a theft aor part act masc nom/voc pl (attic) καταφωρά̱σαντες , καταφωράω catch in a theft aor part act masc nom/voc pl (doric aeolic) καταφωρά̱σαντες , καταφωράω catch in a theft aor part act masc nom/voc pl… …
14καταφωράσασα — καταφωρά̱σᾱσα , καταφωράω catch in a theft aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταφωρά̱σᾱσα , καταφωράω catch in a theft aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) καταφωρά̱σᾱσα , καταφωράω catch in a theft aor… …
15καταφωρᾶν — καταφωράω catch in a theft pres part act masc voc sg (doric aeolic) καταφωράω catch in a theft pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταφωράω catch in a theft pres part act masc nom sg (doric aeolic) καταφωρᾶ̱ν , καταφωράω catch in a… …
16κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… …
17Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …
- 1
- 2