καταφυγή
1καταφυγῇ — καταφυγή place of refuge fem dat sg (attic epic ionic) …
2καταφυγή — place of refuge fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3καταφυγή — ἡ (AM καταφυγή) [καταφεύγω] 1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας 2. έκκληση, επίκληση 3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο|| νεοελλ. φρ. ναυτ. «αγκυροβόλια… …
4καταφυγή — η το να καταφεύγει κανείς κάπου, καταφύγιο: Ζήτησε καταφυγή στην Αγγλία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5καταφύγῃ — καταφεύγω flee for refuge aor subj mp 2nd sg καταφεύγω flee for refuge aor subj act 3rd sg …
6καταφύγηι — καταφύγῃ , καταφεύγω flee for refuge aor subj mp 2nd sg καταφύγῃ , καταφεύγω flee for refuge aor subj act 3rd sg …
7καταφυγαῖς — καταφυγή place of refuge fem dat pl …
8καταφυγαί — καταφυγή place of refuge fem nom/voc pl …
9καταφυγῆς — καταφυγή place of refuge fem gen sg (attic epic ionic) …
10καταφυγήν — καταφυγή place of refuge fem acc sg (attic epic ionic) …