καταφθίω

  • 1καταφθίω — (Α) 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω 2. παθ. καταφθίομαι α) πεθαίνω β) καταναλίσκω, ξοδεύω γ) μτφ. (για το φως τού ήλιου) σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθίω «καταστρέφω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2καταφθινύθω — (Α) (ποιητ. τ.) καταφθίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθινύθω, ποιητ. τ. τού φθίω «καταστρέφω»] …

    Dictionary of Greek