καταφαγάς
1καταφαγάς — ὁ βλ. κατωφαγάς …
2PHAGO — onis, mimus, quô Valer. Aurelianus mire delectatus est. Fuit adeo gulosus, et vorax, ut adhibitus mensae Aureliani, aprum integrum, centum panes, vervecem et porcellum unô die comederit, biberitque orcam vini. Flav. Vopisc. in Aurelian. c. ult.… …
3-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …
4κατωφαγάς — κατωφαγᾱς, οῡ και ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α) ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς] …