κατατηξίτεχνος
1κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… …
2κατατηξίτεχνον — κατατηξίτεχνος enfeebling his art masc/fem acc sg κατατηξίτεχνος enfeebling his art neut nom/voc/acc sg …