κατασχεδιάζω
1κατασχεδιάζω — affirm rashly of pres subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of pres ind act 1st sg …
2κατασχεδιάζω — (Α) 1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου 3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω καταφλυαρήσω, ψεύσομαι» …
3κατασχεδιάσω — κατασχεδιάζω affirm rashly of aor subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of fut ind act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
4κατασχεδιάζειν — κατασχεδιάζω affirm rashly of pres inf act (attic epic) …