κατασφάζω
121λειανίζω — [λειανός] 1. κατατεμαχίζω, κατακόπτω («λειάνισε το κρέας») 2. κατασφάζω …
122περικατασφάζω — και περικατασφάττω, Α κατασφάζω («περικατέσφαξαν τριάκοντα τῶν Καρχηδονίων τοὺς ἐπιφανεστάτους», Πολ.) …
123πετσοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί 2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα 3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω] …
124ՓՈՂՈՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0952 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c ն. θύω, κατασφάζω, ἰερεύω macto, jugulo, trucido, sacrifico, caedo, occido, interficio ἁναιρέω tollo, aufero. (լծ. թ. պօղազլամաք եւ ... ).… …
125κατακόβω — κατέκοψα και κατάκοψα, κατακόπηκα και κατακόφτηκα, κατακομμένος 1. κόβω κάτι βαθιά ή σε μικρά τεμάχια ή σε μεγάλη έκταση: Κατάκοψα το χέρι μου. 2. κατασφάζω: Ο Νικηταράς κατάκοψε τους Τούρκους στα Δερβενάκια. 3. το μέσ., κουράζομαι ταλαιπωρούμαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126περικατέσφαξαν — περί κατασφάζω slaughter aor ind act 3rd pl …
127συγκατεσφάγη — σύν κατασφάζω slaughter aor ind pass 3rd sg …
128συγκατέσφαξαν — σύν κατασφάζω slaughter aor ind act 3rd pl …