κατασφάζω

  • 111συγκατασφάξειν — σύν κατασφάζω slaughter fut inf act (attic epic) σύν κατασφάζω slaughter fut inf act (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 112αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… …

    Dictionary of Greek

  • 113αποκόπτω — κ. κόβω κ. κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω) 1. κόβω εντελώς, πέρα πέρα 2. απομακρύνω 3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω 4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή μσν. νεοελλ. 1. εμποδίζω 2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω 3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος 4. (για …

    Dictionary of Greek

  • 114επικατασφάζω — ἐπικατασφάζω και μτγν. τ. ἐπικατασφάττω (Α) 1. κατασφάζω, σκοτώνω κάποιον για κάτι 2. σφάζω, σκοτώνω κατόπιν …

    Dictionary of Greek

  • 115κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… …

    Dictionary of Greek

  • 116κατασφάττω — (Μ) βλ. κατασφάζω …

    Dictionary of Greek

  • 117κατασφαγή — ἡ (Α) [κατασφάζω] ολοσχερής σφαγή …

    Dictionary of Greek

  • 118κατασφαγιάζω — (Μ) (επιτ. τ. τού σφαγιάζω*) κατασφάζω, κατακρεουργώ, φονεύω …

    Dictionary of Greek

  • 119καταφονεύω — (Α) (επιτ. τ. τού φονεύω) σκοτώνω με άγριο τρόπο, κατασφάζω …

    Dictionary of Greek

  • 120κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… …

    Dictionary of Greek