καταστύφελος
1καταστύφελος — καταστύφελος, ον (Α) πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυφελός «τραχύς»] …
2καταστυφέλου — καταστύφελος very hard masc/fem/neut gen sg …
3καταστυφέλῳ — καταστύφελος very hard masc/fem/neut dat sg …
4κατάστυφλος — κατάστυφλος, ον (Α) καταστύφελος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφλος «τραχύς»] …