καταστρώννυμι
1καταστρώννυμι — και καταστρώνω (Α) βλ. καταστρώνω …
2постилаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) (στρώννυμι) стелю, расстилаю (Мф. 21, 8; Мк. 11, 8; Лк. 19,… …
3κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… …
4κατάστρωση — η (AM κατάστρωσις) [καταστρώννυμι] το στρώσιμο, η στρώση νεοελλ. μτφ. 1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία 2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη… …
5καταστρωτήρ — καταστρωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταστρώννυμι] επιγρ. πλάκα τού λιθόστρωτου τής οδού …
6καταστρώνω — (AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω) 1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος 2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω,… …
7ՏԱՊԱՍՏ 2 — ( ) NBH 2 0846 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. Օթոց, սփռոց, գորգ, ակումբ մաշկեայ, փսիաթ. փռոց, փռած լաթ, խըսիր ..., եւ այլն. որպէս յն. στρῶμα stratum. Տես եւ ՏԱՊՃԱԿ. ταπής. *Բարձեալ զնա՝ եդին ʼի վերայ… …
8ՏԱՊԱՍՏ 3 — ( ) NBH 2 0846 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c գ. (ՏԱՊԱՍՏ 2) Օթոց, սփռոց, գորգ, ակումբ մաշկեայ, փսիաթ. փռոց, փռած լաթ, խըսիր ..., եւ այլն. որպէս յն. στρῶμα stratum. Տես եւ ՏԱՊՃԱԿ. ταπής. *Բարձեալ զնա՝ եդին ʼի… …