καταστρέφομαι χάνομαι (
1χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …
2αμόντε — επίρρ. 1. μάταια, εις μάτην 2. φρ. «πηγαίνω αμόντε», καταστρέφομαι, χάνομαι «πάμε αμόντε», λέγεται από τους χαρτοπαίκτες, όταν ακυρώνουν το πρώτο μοίρασμα τών χαρτιών και τά μοιράζουν εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. a monte] …
3έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …
4αποφθείρω — (AM ἀποφθείρω) καταστρέφω εντελώς αρχ. 1. χάνομαι, καταστρέφομαι 2. (για εγκύους) αποβάλλω 3. ξεκουμπίζομαι …
5απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… …
6διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… …
7ημύω — ἠμύω (Α) 1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.) 2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω τού βάρους) κλίνω προς τα κάτω 3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω 4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω 5.… …
8θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …
9παραφθείρω — ΝΜΑ φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο μσν. 1. παθ. παραφθείρομαι πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.) 2. αλλάζω, μεταβάλλω 3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα μσν. αρχ. παθ. φθείρομαι …
10προαποφθείρομαι — Α πεθαίνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποφθείρομαι «χάνομαι, καταστρέφομαι»] …
- 1
- 2