καταστρέφομαι χάνομαι (
11φθόνος — ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία αρχ. 1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια 2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος… …
12αποσβήνω — ησα, ήστηκα, ησμένος, αμτβ., χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι: Πάει ο δύστυχος, απόσβησε με την καινούρια συμφορά που τον βρήκε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы
- 1
- 2