κατασπέρχον
1κατασπέρχον — κατασπέρχω urge on pres part act masc voc sg κατασπέρχω urge on pres part act neut nom/voc/acc sg …
2κατασπέρχω — (Α) 1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα 2. (για άνεμο) πνέω με ορμή 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή 4. παθ. κατασπέρχομαι επείγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»] …