καταρρέον
1καταρρέον — καταρρέω flow down pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc voc sg καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc… …
2ωτειλή — και ὠτέλλα, ἡ, Α 1. τραύμα, πληγή που δεν έχει ακόμη επουλωθεί («αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) τραύμα, πληγή, έλκος 3. σημάδι τραύματος, ουλή («καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰς ὠτειλὰς εἶχεν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… …