καταρράχτης

  • 1καταρράχτης — καταρράχτης, ο και καταρράκτης, ο 1. απότομη πτώση του νερού ποταμού από ύψος: Είδαμε τον καταρράχτη του Νιαγάρα. 2. άφθονη και ορμητική ροή: Άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. 3. ασθένεια των ματιών: Θα κάνει εγχείρηση καταρράχτη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2καταρράχτης — ο βλ. καταρράκτης …

    Dictionary of Greek

  • 3έκρηγμα — ἔκρηγμα, το (Α) 1. απόσχισμα από κάτι 2. χαράδρα 3. ορμητική εκροή 4. υδρορρόη, καταρράχτης 5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα …

    Dictionary of Greek

  • 4εμπατή — και αμπατή, η 1. είσοδος σε υπόγειο από την οροφή του, καταρράχτης 2. υπόγειο …

    Dictionary of Greek

  • 5καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …

    Dictionary of Greek

  • 6φαλακροκορακίδες — (Phalacrocoracidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των πελεκανόμορφων ή στεγανόποδων. Αριθμεί γύρω στα 30 είδη, γνωστά κυρίως με την κοινή ονομασία κορμοράνοι. Στις ελληνικές περιοχές ζουν τρία είδη, ο φαλακροκόρακας ο άνθρακας (αλλιώς κορμοράνος …

    Dictionary of Greek