καταπίστωσις
1καταπίστωσις — καταπίστωσις, ἡ (Α) [καταπιστοῡμαι] διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως …
2καταπιστώσεις — καταπίστωσις assurance fem nom/voc pl (attic epic) καταπίστωσις assurance fem nom/acc pl (attic) …
3καταπίστωσιν — καταπίστωσις assurance fem acc sg …
4καταπιστώσεως — καταπιστώσεω̆ς , καταπίστωσις assurance fem gen sg (attic) …