καταπύθω
1καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] …
2κατέπυσ' — κατέπῡσα , καταπύθω putrefy aor ind act 1st sg κατέπῡσε , καταπύθω putrefy aor ind act 3rd sg …
3καταπύθεται — καταπύ̱θεται , καταπύθω putrefy pres ind pass 3rd sg …
4κατεπύθετο — κατεπύ̱θετο , καταπύθω putrefy imperf ind pass 3rd sg …