1καταπνοή — καταπνοή, ἡ (Α) [καταπνέω] το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.) …
Dictionary of Greek
2καταπνοῇ — καταπνοή blowing fem dat sg (attic epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3καταπνοαί — καταπνοή blowing fem nom/voc pl …
4καταπνοήν — καταπνοή blowing fem acc sg (attic epic ionic) …