καταπεζεῦσαι
1καταπεζεῦσαι — καταπεζεύω dismount aor inf act …
2καταπεζεύω — (AM) μσν. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω («τὸ καταπεζεῡσαι ἐξ ἵππων καὶ ἀντὶ ἱππότου γενέσθαι πεζόν», Ευστάθ.) αρχ. οδοιπορώ πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζεύω «περπατώ, ταξιδεύω με τα πόδια»] …